- αμαξάδα
- arabayla gezme
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αμαξάδα — η 1. διαδρομή επάνω σε άμαξα, περίπατος με άμαξα 2. (συνήθ. ως επίρρ.) επάνω σε άμαξα, με άμαξα «πήγαμε κι ήρθαμε αμαξάδα». [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + παραγ. κατάλ. άδα] … Dictionary of Greek
αμαξάδα — η περίπατος με άμαξα (συνηθέστ. ως επίρρ.): Πήγαμε από την Κηφισιά στο Μαρούσι αμαξάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ … Dictionary of Greek
άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) … Dictionary of Greek
αμαξοδρομία — η 1. περίπατος με άμαξα, αμαξάδα 2. αγώνας δρόμου με άμαξες. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + δρομία < δρόμος < δρόμος. ΠΑΡ. νεοελλ. αμαξοδρομικός] … Dictionary of Greek